- φρουροῦσαν
- φρουρέωkeep watchpres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γερόντιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βυζαντινός στρατηγός (4ος αι. μ.Χ.). Το όνομά του συνδέεται με την επιδρομή των Γότθων στην Ελλάδα. Ο Γ. ήταν αρχηγός των στρατευμάτων που φρουρούσαν τις Θερμοπύλες, στην εποχή που ο Αλάριχος, ο αρχηγός των Γότθων… … Dictionary of Greek
δερβέναγας — και ντερβέναγας, ο 1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οι οποίοι επί Τουρκοκρατίας φρουρούσαν τους δημόσιους δρόμους και κυρίως τις διόδους στα βουνά 2. άνθρωπος βίαιος και τυραννικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbentağasi] … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
ακρίτες — Οι στρατιώτες που φρουρούσαν τα σύνορα (άκρα, βλ. λ.) της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κυρίως τα ανατολικά. Τον όρο, καθώς και πληροφορίες σχετικές με αυτόν, συναντούμε στο Περί βασιλείου τάξεως του Πορφυρογέννητου, στο έργο του 10ου αι. Περί… … Dictionary of Greek
ακριτικά τραγούδια — Τα αρχαιότερα δημοτικά τραγούδια. Θετικές μαρτυρίες γι’ αυτά υπάρχουν από τον 9ο αι. Σχηματίστηκαν γύρω από τους ακρίτες, δηλαδή τους στρατιώτες που φρουρούσαν τα άκρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κυρίως τα ανατολικά, στην περιοχή της… … Dictionary of Greek
Άπις — I Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα … Dictionary of Greek
Αριμασποί — Αρχαίος σκυθικός λαός μονοφθάλμων, κατά τον Ηρόδοτο, που τους τοποθετούσε στη σημερινή Σιβηρία· αναφέρει πως άρπαξαν από τους Γρύπες (φτερωτά τέρατα) χρυσάφι. O Στράβων λέει πως o ποιητής Αριστέας o Προκοννήσιος, που έζησε στις αρχές του 6ου αι.… … Dictionary of Greek
Γραίες — Μυθολογικάπρόσωπα. Οι Γ. ήταν τερατόμορφες κόρες του Φόρκυος και της Κητούς και αδελφές των Γοργόνων. Ονομάζονταν Πεμφρηδώ και Ενυώ, ενώ αργότερα προστέθηκε η Δεινώ. Στο έργο του Αισχύλου Φόρκιδες,που δεν σώζεται, αναφέρεται πως οι τρεις Γ. είχαν … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek